dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πόρπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schnalle
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πόρπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brosche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πόρπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spange
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πόρπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Druckknopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πόρπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fibel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πόρπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schließe
Ⓦ
Ⓖ
…