dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πρόσκειμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anliegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πρόσκειμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sympathisieren
Ⓦ
Ⓖ
…