dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πρωτοποριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bahnbrechend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πρωτοποριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einzigartig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πρωτοποριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
epochal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτοποριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
avantgardistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτοποριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
innovativ
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτοποριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pionier-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτοποριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wegweisend
Ⓦ
Ⓖ
…