dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
προφυλακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kondom
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
προφυλακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Präservativ
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
προφυλακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gummi
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προφυλακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konservierungsstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)