dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προστριβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Missstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προστριβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zwistigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προστριβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reibung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προστριβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reiberei
Ⓦ
Ⓖ
…