dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
προσκυνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pilger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προσκυνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wallfahrer
Ⓦ
Ⓖ
…