dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προμήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προμήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Provision
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προμήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lieferung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προμήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorrat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προμήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Versorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)