dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fleiß
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorankommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ertrag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gedeihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vernünftiges
Ⓦ
Ⓖ
…