dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
προαγορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorkauf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προαγορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vorkaufsrecht
Ⓦ
Ⓖ
…