dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
πρασινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grün färben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πρασινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grün werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πρασινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grünen
Ⓦ
Ⓖ
…