dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πρασινάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rasen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πρασινάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Grün
Ⓦ
Ⓖ
…