dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πράττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πράττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tun
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πράττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)