dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πορθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Meerenge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πορθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kanal
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)