dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
τα
πόδια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Füße
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ποδιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schoß
Ⓦ
Ⓖ
…
ποδιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schürze
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)