dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πληθυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mehrzahl
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πληθυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Plural
Ⓦ
Ⓖ
…