dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πλαντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bersten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πλαντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
platzen
Ⓦ
Ⓖ
…