dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bescheinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zeugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zertifikat
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Testat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Attest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bestätigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Urkunde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)