dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
περιορισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begrenzt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περιορισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschränkt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περιορισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
limitiert
Ⓦ
Ⓖ
…