dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
περιοδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
periodisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περιοδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regelmäßig wiederkehrend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περιοδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regelmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)