dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
περίσσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
restlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περίσσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überflüssig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περίσσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
opulent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περίσσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überzählig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περίσσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
üppig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περίσσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschüssig
Ⓦ
Ⓖ
…