dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pirat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Seeräuber
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)