dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πεζοδρόμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bürgersteig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
πεζοδρόμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gehsteig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πεζοδρόμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gehweg
Ⓦ
Ⓖ
…