dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Staubtuch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wischlappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schlampe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Käseblatt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατσαβούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmierblatt
Ⓦ
Ⓖ
…