dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πατρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vaterschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Urheberschaft
Ⓦ
Ⓖ
…