dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πατερίτσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Krücke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατερίτσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gehhilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πατερίτσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krückstock
Ⓦ
Ⓖ
…