dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
παστρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausrotten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παστρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
putzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παστρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)