dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
παραπόταμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arm
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
παραπόταμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nebenfluss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παραπόταμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nebenarm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παραπόταμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Seitenarm
Ⓦ
Ⓖ
…