dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παραγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
produktiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παραγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergiebig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παραγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schöpferisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παραγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Produktions-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)