dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παραίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sinnestäuschung
Ⓦ
Ⓖ
…
παραίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Halluzination
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παραίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Illusion
Ⓦ
Ⓖ
…
παραίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wahnbild
Ⓦ
Ⓖ
…