dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παρέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vermittlung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παρέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eingriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eingreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Intervention
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)