dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πίστωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kredit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πίστωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gutschrift
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πίστωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Guthaben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)