dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Glaube
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Religion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anschauung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überzeugung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Glaubensbekenntnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kredit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Treue
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)