dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πάτωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Boden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πάτωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fußboden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πάτωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Etage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πάτωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschoss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πάτωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stockwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)