dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πάρσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πάρσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πάρσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nehmen
Ⓦ
Ⓖ
…