dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ορμίσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einbuchtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ορμίσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
kleine Bucht
Ⓦ
Ⓖ
…