dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οργανωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
organisiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οργανωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geregelt
Ⓦ
Ⓖ
…