dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
οπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Optikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
οπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Optiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
optisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Seh-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
visuell
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)