dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
οξείδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οξείδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Oxidation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οξείδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rost
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οξείδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verrostung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οξείδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Oxydation
Ⓦ
Ⓖ
…