dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ομοιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Analogie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ομοιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gleichartigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ähnlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entsprechung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gleichheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Homologie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)