dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ομοίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abbild
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ομοίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Attrappe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ομοίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ebenbild
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ομοίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kopie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)