dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regelmäßig.
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glatt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reibungslos
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
normal
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regulär
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regelmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerade
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zügig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regelrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regulär.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flach
Ⓦ
Ⓖ
…