dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ολοκλήρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschluss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ολοκλήρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollziehung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ολοκλήρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fertigstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ολοκλήρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschlossenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ολοκλήρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vervollständigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ολοκλήρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ολοκλήρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Integration
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)