dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οινόπνευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Alkohol
Ⓦ
Ⓖ
…
οινόπνευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weingeist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
οινόπνευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spiritus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)