dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οινοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weinerzeuger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οινοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Winzer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οινοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weinhersteller
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οινοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hauer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οινοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weinherstellerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οινοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Winzerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οινοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weinbauer
Ⓦ
Ⓖ
…