dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Internatschüler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Internatsschüler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kostgänger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pensionär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pensionat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pensionsgast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zögling
Ⓦ
Ⓖ
…