dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wirtschaftswissenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Finanzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
τα
οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ökonomie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
τα
οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Volkswirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wirtschaftslehre
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)