dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οικολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ökologe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οικολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ökologin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Umweltschützer
Ⓦ
Ⓖ
…