dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
οικοδόμημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bauwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
οικοδόμημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebäude
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
οικοδόμημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufbau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
οικοδόμημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bau
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)