dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξεσκέπαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht zugedeckt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεσκέπαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohne Dach
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεσκέπαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbedeckt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)