dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ξεσήκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abschreiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεσήκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kopieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεσήκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nachzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεσήκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufregung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεσήκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Drängen
Ⓦ
Ⓖ
…